- τριτέλεια
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη και το οποίο περιλαμβάνει 14 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών, ιθαγενών τής δυτικής Βόρειας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. triteleia < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + -teleia (< τέλειος)].
Dictionary of Greek. 2013.